ψυχοποιός

ψυχοποιός
ψυχοποιός
making souls
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψυχοποιός — όν, Α αυτός που δημιουργεί ψυχές ή ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοποιόν — ψυχοποιός making souls masc/fem acc sg ψυχοποιός making souls neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχοποιούς — ψυχοποιός making souls masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχοποιά — ψυχοποιός making souls neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοποιΐα — ἡ, Α [ψυχοποιός] γέννηση ή δημιουργία τής ψυχής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”